Τρίτη 4 Αυγούστου 2015

Στην Παναγιά

Εισαγωγή

Τα παιδιά τα καλετζαίϊκα της ηλικίας μου αλλά και της ηλικίας του πατέρα μου, δύο σοβαρούς σταθμούς είχαν στην καλοκαιρινή παύση του σχολείου: Τον Προφήτη Ηλία με το πανηγύρι του και την Παναγιά με τη θάλασσα της. Και καλά για το πανηγύρι στο χωριό, εύκολα καταλαβαίνει κανείς τη χαρά που μπορεί να δώσει σε όλους και περισσότερο στα παιδιά, αλλά η Παναγιά, ο ερημότοπος, πώς αντέχει στη σύγκριση; Και τί επιπλέον είχε αυτή η Παναγιά; Για το σημερινό παιδί τίποτα, για μας τα πάντα. Μια μικρή εκκλησούλα, λίγη άμμο στη θάλασσα, δύο συκιές, δύο – τρία πηγάδια με νερό, έφταναν για να μας κάνουν για 24 ώρες ευτυχισμένους. Το μέγεθος αυτής της ευτυχίας το μέτρησα στις 22 Αυγούστου 1965, που δεν με πήγε η μητέρα μου, επειδή ο πατέρας μου ήταν στο νοσοκομείο. Έκλαιγα 2-3 μέρες πριν και είχα την αίσθηση μιας μεγάλης στέρησης.

Ο φετινός εσπερινός

Με αυτές τις σκέψεις, με αυτές τις αναμνήσεις ξεκίνησα φέτος τόσο εγώ, όσο και πολλοί Καλετζαίοι και Μηλακιώτες, για τον εσπερινό το βράδυ στις 22 του μηνός. Οι ευτυχισμένες στιγμές του παρελθόντος με κατακλύζουν ως γλυκιά μελαγχολία. Αυτή η αίσθηση φτάνει στον υπέρτατο βαθμό την ώρα του Εσπερινού, εκεί στο «Φως Ιλαρόν». Πολλοί συγχωριανοί μου και κοντοχωριανοί Μηλακιώτες στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, στα πεζούλια της καθιστοί οι γεροντότεροι, προσηλώνονται στην ακολουθία του Εσπερινού. Ο νέος παπάς μας, ο Λεπουραίος ΠαπαΠαύλος Κουντούρης στο κέντρο, οι ψάλτες με αναλόγιο και στασίδι, το παγκάρι των επιτρόπων κάθε χρόνο στην ίδια θέση. Όλες οι μορφές που βλέπω, μου είναι αγαπημένες. Με πολλούς μεγαλώσαμε μαζί, άλλους τους παρακολουθώ χρόνια τώρα να μεγαλώνουν.
Για όλους με διακατέχει το υπέροχο αίσθημα της αγάπης, που δημιουργεί η μακρά συμβίωση και η καθημερινή επαφή. Έχω μια άλλη αίσθηση ευτυχίας αναλογιζόμενος την αμοιβαιότητα του αισθήματος αυτού.
Σε τέτοιες σκέψεις έπλεα το βράδυ του φετινού εσπερινού 22-8-08 την ώρα της «εισόδου», που ο Παπαπαύλος έψαλε το «φως Ιλαρόν» και ο ήλιος πορτοκαλής και πανέμορφος βυθιζόταν στην Αυλίδα. Η κατάνυξη στο αποκορύφωμα της. Αυτή την ώρα σκέφτηκα να μιλήσω (εντελώς απροετοίμαστος) και να ευχαριστήσω ας πούμε «δημόσια», τον δημιουργό και την αφετηρία της ιστορίας της Παναγιάς, τον κτήτορα της εκκλησούλας τον Γεώργιο Σ. Χουχούμη. Αυτόν που με την πρωτοβουλία του, μας έδωσε τόσες πολλές χαρές.

«Ο κτήτωρ»

Ο Γιώργος Χουχούμης γιος του Σωτήρη Χουχούμη γεννήθηκε στα Μανίκια γύρω στα 1875.
Εικοσάχρονος εγκατέλειψε το χωριό του μαζί με το κοπάδι του και κατηφόρισε Νότια. Αυτή η τάση φυγής είχε αρχίσει μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Τα Μανίκια ήταν απρόσιτο μέρος, δύσβατο και οι βοσκοί κάτοικοί του δεν είχαν τους Τούρκους στο κεφάλι τους. Οι Μανικιάτες σκορπίστηκαν από τον Αγιάννη μέχρι το Καλέτζι και το Βασιλικό.
Ο Γιώργος έφερε το κοπάδι του στην Πούντα την Καλετζαίϊκη, που ήταν ιδιοκτησία και τσιφλίκι του Κοντόσταυλου. Ξεχώριζε από τους άλλους Μανικιάτες, που συνήθως ήταν κλεφτοκατσικάδες. Αυτός ήταν νοικοκύρης με τα όλα του. Τίμιος και σωστός. Ευλογημένος. Τα κοπάδια του πρόκοβαν όπως και ο ίδιος.
Είχε πολλά αδέλφια: Την Κατερίνα (μάνα του Αντώνη Βλάχου), τον Χρήστο, τη Μαρία, τον Κώστα, το Δημήτρη, τον Τάσο, την Παναγιού και το μικρότερο το Σταύρο. Εκτός του Χρήστου της Κατερίνας και της Παναγιούς, όλα τα άλλα αδέλφια του τον ακολούθησαν στα χειμαδιά της Πούντας. Όταν πέθαναν οι γονείς τους στα Μανίκια το 1900, ο μικρότερος αδελφός ο Σταυροχουχούμης ήταν έξι μηνών μωρό. Τον έβαλαν σε ένα ταγάρι και τον έφεραν στο Μυλάκι. Τον μεγάλωσε η αδερφή του η Μαρία. Τον τάϊζαν στους μαστούς μιας ήμερης γίδας, μέχρι που τον ‘’πόκοψαν’’. Αρχηγός βέβαια της οικογένειας ο μεγαλύτερος ο Γιώργος.
Παντρεύτηκε στο Μυλάκι την Μαρία Μακρύγιαννη (θυγατέρα του Μαρουλά) και απέκτησαν τρία παιδιά : τον Χαράλαμπο, τον Όθωνα και την Κούλα.
Τα κοπάδια και το νοικοκυριό τα’ χει μαζί με τα αδέλφια του. Τα μικρά ο Τάσος και ο Σταύρος από νωρίς γίνονται τσοπανόπουλα. Ο Τάσος αργότερα το 1922 σκοτώθηκε στο πόλεμο της Μικράς Ασίας, ο Σταύρος ήταν τυχερός και γύρισε, ‘’μας έφερε ο Γ. Ζήρας’’, έλεγε.
Έφτασε να είναι ο κύριος ενοικιαστής του τσιφλικιού και οι άλλοι Μυλακιώτες, Καλετζαίοι να είναι υπενοικιαστές του.
Έχοντας υπερβεί τους στόχους και τα όνειρα για τη ζωή του, που έπλαθε σαν φτωχός τσοπανάκος στα Μανίκια, είχε απόλυτη συνείδηση της επιτυχίας του και της προκοπής του. Δεν είχε αμφιβολία ότι ο Θεός και η Παναγία ήταν μαζί του. Είχε την καθοδήγηση και την προστασία Της. Καμιά αναποδιά μεγάλη δεν του είχε συμβεί. Αντιθέτως έβλεπε και μάθαινε για τις δυσκολίες των συγχωριανών του και των φίλων του. Ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης προς τη Θεοτόκο, αποφάσισε να χτίσει στην Πούντα μια εκκλησία αφιερωμένη σε Αυτήν. ‘’Έταξε’’, όπως συνηθίζουμε να λέμε.
Είχαν περάσει 1-2 χρόνια από τη μέρα που έκανε το τάξιμο και τον ειδοποίησαν τα αδέλφια του, πως το μουλάρι τους, είχε πέσει στο πηγάδι. Η πρώτη του κουβέντα ήταν :
  • Καλά να πάθω. Έχω τάξει στην Παναγία και ακόμα να ξεκινήσω.
Το μουλάρι είχε πέσει στο ένα από τα δύο πηγάδια που ήταν πάνω στο πλάτωμα με τις συκιές.
Ποιος ξέρει πότε ανοίχτηκαν τα πηγάδια αυτά. Πάντως ήταν τα μοναδικά από τον Αλμυροπόταμο μέχρι το Μυλάκι, που ξεδιψούσαν τους ψαράδες και τους τσοπάνηδες με τα ζώα τους.
Αλοίμονο! Ούτε ο ίδιος μπορούσε να κάνει χωρίς μουλάρι, ούτε και τα κοπάδια μπορούσαν να ζήσουν χωρίς νερό. Έπρεπε με κάθε θυσία το μουλάρι να βγει από το πηγάδι. Ο νοικοκύρης μάζεψε σχοινιά και ήδη όλοι οι τσοπάνηδες περίμεναν για να βοηθήσουν. Το μουλάρι δεν ήταν αρνητικό, συμμετείχε κι αυτό ενεργητικά στη διάσωση του. Τελικά το ζώο βγήκε σώο και αβλαβές. Δίχως κατάγματα δίχως τίποτα. Ο Γιώργος Χουχούμης μετά και από αυτό δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η Παναγία τον αγαπά και τον προστατεύει. Μέμφεται τον εαυτό του για τις αναβολές που έδινε στο χτίσιμο του Ναού. Διάλεξε ένα καλό σημείο (υπήρχαν και σημάδια παλιών κτισμάτων εκεί) και πολύ σύντομα ξεκινά μαζί με τα αδέλφια του να ανοίγει τα θεμέλια. Σημειώνουμε πως η περιοχή ήταν ακόμα τσιφλίκι του Κοντόσταυλου. Αγοράσθηκε από τους Καλετζαίους το 1918. Όποιο μέρος ήθελε διάλεγε και επέλεξε το καλύτερο σημείο για να χτίσει το Ναό. Ζήτησε την άδεια από τον τσιφλικά. Του επέτρεψε και του υποσχέθηκε μικρή βοήθεια για τα ‘’μέσα’’ (εικόνες), που μάλλον τελικά δεν έδωσε.
Κτήτωρ, όπως προείπαμε, είναι ο Γ.Σ. Χουχούμης. Αυτός ήταν ο νοικοκύρης που αποφάσισε να χτίσει και να χρηματοδοτήσει μέχρι τέλους την ανέγερση του Ναού. Βοήθησαν και τα αδέλφια του χειρωνακτικά. Με καμάρι μου έλεγε ο μικρότερος (ο Σταυροχουχούμης), ότι παρότι μικρός, έβγαζε πέτρες και τις έδινε στους χτίστες. Συμμετείχε κι αυτός στο Θεάρεστο έργο από την αρχή μέχρι το τέλος.
Η εκκλησία σκεπάστηκε και λειτουργήθηκε και παραμένει ατόφια εδώ και 100 χρόνια όπως την έφτιαξε ο κτήτορας της ο Γιώργος Σωτηρίου Χουχούμης.
Δυστυχώς όμως, για τον νοικοκύρη αυτόν, η ισπανική γρίπη του 1918, στέλνει πρώτα τον ίδιο και ύστερα τη γυναίκα του στον τάφο. Καταστροφή! Τα ορφανά τα παίρνει ο αδελφός του ο Χρήστος, που είναι στο Μακρυχώρι, να τα μεγαλώσει εκεί. Οι χωριανοί (Μακρυχωριάτες) απαιτούν να μην μείνουν τα παιδιά εκεί και μολύνουν το χωριό με τον ιό της γρίπης.
Ο Χρήστος κρατά τα παιδιά, τα μεγαλώνει σαν δικά του. Αργότερα γύρισαν στο Μυλάκι. Παντρεύτηκαν, πρόκοψαν και δημιούργησαν τις καλύτερες οικογένειες.

Το πανηγύρι

Από το 1926που ο Τασοτζάτζος τότε 13 ετών ήταν γιδάρης στο χειμαδιό της Παναγιάς και της Ασφάκας, θυμάται για συρροή του κόσμου στη Χάρης της. Όλοι σχεδόν οι χωριάτες μας με τα ζώα τους διανυκτέρευαν εκεί στις 22 Αυγούστου και έφευγαν την άλλη μέρα το απόγευμα. Έρχονταν και καϊκια καραβιώτικα γεμάτα κόσμο. Του Σκρεπετού, του Γεωργίου και του Νίκα.
Πως όμως το νεόκτιστο εκκλησάκι έγινε τόσο γρήγορα δημοφιλές και αγαπημένο σε τόσο κόσμο; Οι λόγοι πολλοί. Κατά πρώτον, ήταν αφιερωμένο στην Παναγία στην αγαπημένη των χριστιανών Μεσίτρια και Σκέπη, στα παιδιά τα Καλετζαίϊκα που ήθελαν θάλασσα και μπάνιο, στους ψαράδες του Καράβου, που ξέμεναν στη Πούντα (οι βάρκες ήταν ακόμα με πανιά) και διανυκτέρευαν στα χειμαδιά και στο ξωκλήσι, στον Παπά του χωριού μας τον Παπαγιώργη Λαθουρά, που παντρεμένος στο Αλιβέρι παρακινούσε πολλούς να έρθουν στο πανηγύρι της Παναγιάς, στους Μυλακιώτες που έρχονταν πολλοί και στα παιδιά του κτήτωρα που έκαναν μνημόσυνο στο πατέρα τους.
Στη δεκαετία του 1950 έρχονταν στις 22 και στις 23 Αυγούστου Ferry-boat στην Παναγιά. Τότε λειτουργούσε η γραμμή Κάραβος–Ωρωπός και επειδή αρκετός κόσμος ήθελε να πάει στο ξωκλήσι μας, ο καπετάνιος κανόνιζε τα δρομολόγια, ώστε να εξυπηρετηθούν και οι προσκυνητές. Το πλοίο ‘’έπιανε’’ στην αμμουδιά. Κοσμοπλημμύρα από τη θάλασσα μέχρι την εκκλησία και τα πηγάδια. Την πρώτη φορά που ήρθε το πλοίο ανέβηκαν και Καλετζαίοι να το δουν. Ξεναγός ο Παπασταμάτης. Αλλά το πλοίο έφυγε και τους πήρε μαζί. Κοιμήθηκαν στο σπίτι του Παπά στο Κάραβο και επέστρεψαν την άλλη μέρα το πρωί.

Το πανηγύρι στη δεκαετία του 60


Οι αναμνήσεις αυτής της δεκαετίας είναι για μένα και τους συνομήλικους μου, συντροφιά πολύτιμη για όλη μας τη ζωή.
Μόλις ξεμπερδεύαμε με τον Δεκαπενταύγουστο και τη νηστεία του, που μας έλυνε τα πόδια (την τηρούσαν οι μανάδες μας με ευλάβεια και χωρίς καμιά έκπτωση. Ούτε γάλα, ούτε τυρί, ούτε αυγό. Καλά για κρέας δεν συζητάμε, δεν υπήρχε), η σκέψη μας ήταν για το πανηγύρι πίσω στην Πούντα.
Για να μην παρεξηγηθούμε, ξεκαθαρίζω πως στο μυαλό μας ήταν η θάλασσα και τα παιχνίδια. Για εκκλησία, για προσευχή, για Παναγία και παρακλήσεις, καμία σκέψη. Αυτά ήταν υποθέσεις των μεγαλύτερων. Κυρίως των μανάδων γιατί οι πατεράδες των περισσοτέρων δούλευαν στα λιγνιτωρυχεία του Αγίου Λουκά και δεν έρχονταν.
Προετοιμαζόμασταν και παραγγέλναμε να μας φέρουν από το Αλιβέρι μισινέτζες αγκίστρια και βαρίδια. Το ταξίδι με τα γαϊδουρομούλαρα διαρκούσε τουλάχιστον δύο ώρες. Ερχόμασταν από χαμηλά, Βόλαθρο, Λαθούρια, Πεθαμένο, Ασφάκα. Από την μια μεριά στο σαμάρι οι κουρελούδες για τη στρώση και από την άλλη τα ταγάρια με τα προσφάγια. Πανωσάμαρα στρωμένο σεντόνι για τον καβαλάρη. Τα παιδιά στα καπούλια. Ίδρωνε το ζώο και ο ιδρώτας του μας μούσκευε. Δεν μας πείραζε όμως.
Όταν μεγάλωσα και έγινα 11-12 χρονών, πήγαινα μόνος μου από ψηλά. Τάριζα γρήγορα τα γίδια μας στη Βρυσάρα και από το Διάσελο είχα πάντα ορατό στο στόχο μου: την κατάλευκη εκκλησούλα.
Μόλις φτάναμε δεν ακολουθούσαμε τους γονείς μας, για να ξεφορτώσουμε το ζώο, αλλά τρέχαμε να πέσουμε στη θάλασσα. Για τους πολλούς ήταν το πρώτο και μοναδικό μπάνιο της χρονιάς. Αρκετοί είχαμε της ευκαιρία να κάνουμε κι άλλο ένα στα Λαθούρια, όταν έπλεναν οι μανάδες τα στρωσίδια και τις κουβέρτες στη θάλασσα. Τελείωνε ο Εσπερινός και ακόμα να ανηφορίσουμε για τον ‘’καταυλισμό’’ μας. Μαύριζαν τα χείλια μας, τουρτουρίζαμε από το κρύο , αλλά εμείς εκεί. Βγαίνανε οι γυναίκες στ΄ αγνάντι και φωνάζανε δυνατά το όνομα του παιδιού τους. Έτσι έκαναν και στο χωριό, για να μαζευτούμε στο σπίτι.

Ο Περικλής


Ο Star της Παναγιάς. Γλεντζές και καλαμπουρτζής. Ο αγαπημένος των αγοριών. Άνοιγε με το σουγιά του 1-2 αδειασμένα τουλούμια τυριού και τα τρίματα μαλάγρωναν τη θάλασσα. Έριχνε τότε το δυναμίτη του και γέμιζε τον πάτο της θάλασσας με ψάρια.
Η χαρά μας στην κορύφωση της. Πέφταμε όσα παιδιά ξέραμε μπάνιο με βουτιές και τα βγάζαμε έξω. Τσιτσιρίζανε τα τηγάνια πάνω στα πηγάδια. Ο Περικλής ήταν αρχηγός σε όλα τα γλέντια της νεολαίας και φυσικά φρόντιζε για το μεζέ. Αξέχαστη έχει μείνει η ιστορία, που με τα λεφτά (δάνειο) από το παγκάρι της εκκλησίας, αγόρασε μια προβατίνα από τον δεκαπεντάχρονο Γιώργο Κλατσούνη, που πέρναγε στη Παναγιά με το κοπάδι του (1955-57) από τη Ντάμα προς το χωριό. Σε εικοσιπέντε πενηνταράκια (12,5δρχ). κατέβασε το τίμημα μετά από παζάρι, γιατί τόσα είχε το παγκάρι και σε 1 ώρα το σφάγιο έβραζε στο καζάνι και έπηζαν το γάλα. Άλλο ένα γλέντι ξεκίναγε.
Στα ψάρια που έβγαζε με το δυναμίτη δεν ήταν μοναχοφάης. Έπαιρνε όσα χρειαζόταν. Παίρναμε κι εμείς οι μικροί βουτηχτές, τα πηγαίναμε στις μανάδες μας, αλλά που να βρούνε τηγάνια και λάδια. Τα δίναμε πίσω στο ‘’μαγειρείο’’ του Περικλή.
Εκεί στη Παναγιά είδα και μαγνητόφωνο (1964-1966) με μεγάλη ταινία εγγραφής (πρόγονος του κασετόφωνου) το είχε ένας ναυτικός από τον Κουτουμουλά (ο Μαγγιώρος). Έγινε με αυτό το εργαλείο γλέντι τρικούβερτο και χορός.

Ανήμερα


Ανήμερα και πρωί – πρωί ξεκίναγε ο Παπασταύρος τον όρθρο. Ξύπναγαν οι προσκυνητές, που είχαν κοιμηθεί όλοι τους κατάχαμα. Όσα χρόνια θυμάμαι ποτέ δεν είχαμε ατύχημα. Ούτε σκορπιός ούτε φίδι. Οι γυναίκες μάζευαν τη στρώση και τα παιδιά κατευθείαν στη θάλασσα. Με πρόσχημα το ψάρεμα (μισινέτζες αγκίστρια και βαρίδια), σε λίγο βγάζαμε τα ρούχα και ξεκίναγε το δικό μας πανηγύρι. Είναι ζήτημα αν ένα μικρό ποσοστό παιδιών περνούσε από την εκκλησία για να ανάψει ένα κερί. Από τη θάλασσα μας έπαιρναν το μεσημέρι για το δρόμο της επιστροφής. Αμέτρητα γαϊδουρομούλαρα σχημάτιζαν ένα ατελείωτο καραβάνι. Η χαρά των παιδιών η χθεσινή είχε αυτόματα μετατραπεί σε μελαγχολία. Έτσι είναι η ζωή, οι στεναχώριες δίνουν αξία στην επόμενη χαρά που θα έρθει.

Ο δρόμος


Όταν έγινε ο δρόμος (περίπου το 1975), με ενέργειες του Φιλοπρόοδου Συλλόγου Πρασίνου (πρόεδρος Η.Γ. Φωτιάς και γραμματέας Δ.Γ. Σπανός -Μητσοκαρέλης) τα πράγματα στην αρχή άλλαξαν προς το καλύτερο.
Η πλατεία στα πηγάδια, έγινε κέντρο διασκεδάσεως. Τραπέζια, καρέκλες, αρνιά ψητά, μπύρες, τραγούδι και χορός μέχρι αργά. Στο μαγαζί του Στέλιου, και αργότερα του συλλόγου. Στη συνέχεια ύπνος. Στρωματσάδα στην ύπαιθρο.
Την άλλη μέρα αρνιά ψητά έβαζαν πολλοί νοικοκυραίοι και μετά τη λειτουργία ξεκίναγαν πολλά γλέντια, κατά παρέες και οικογένειες, μέχρι αργά το απόγευμα.

Επίλογος


Έτσι φθάσαμε μέχρι το ‘’σήμερα’’. Όσοι πάμε, μας οδηγούν εκεί οι αναμνήσεις. Η ζωή όμως συνεχίζεται. Πρέπει το πανηγύρι ν’ αλλάξει μορφή. Να συνδυαστεί η λατρεία με άλλες εκδηλώσεις. Το παρελθόν δεν επαναλαμβάνεται. Ας κάνουμε και μεις κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Σε πολλές εκκλησίες το Δεκαπενταύγουστο φτιάχνουν στιφάδο και μένει ο κόσμο και διασκεδάζει. Είναι αυτονόητο ότι για να κάνουμε κάτι ανάλογο, πρέπει η εκκλησία να αποκτήσει μεγαλύτερο αύλειο χώρο. Να φτιαχτούν τοιχογύρια και πεζούλια και γενικά να αναβαθμιστεί ο χώρος, όπως του αξίζει. Τότε θα σκεφτούμε τη μορφή των εκδηλώσεων. Ώρα λοιπόν για πρωτοβουλίες προς αυτή τη κατεύθυνση, όσο είναι καιρός.
Με χαρά είδαμε φέτος ότι ο οικισμός πλέον της ‘’Παναγιάς’’ ηλεκτροδοτήθηκε. Η Δημοτική Επιτροπή Δ.Δ. Πρασίνου, πρεπει να αρχίσει να προβάλει το νέο στόχο: την διαπλάτυνση και ασφαλτόστρωση του δρόμου.
Αν ευοδωθούν οι παραπάνω πρωτοβουλίες προβλέπω μια νέα εποχή για την ‘’Παναγιά’’ και το πανηγύρι της. Το παλιό χειμαδιό θα γίνει ένα πανέμορφο τουριστικό χωριό.


Π. Β. ΦΩΤΙΑΣ


Καλέτζι 31 Αυγούστου 2008